Η συγκλονιστική «Ταφή του Ιησού» του Καραβάτζιο

Έχει ειπωθεί και όχι άδικα ότι η «Ταφή του Ιησού» του Καραβάτζιο που σήμερα αποτελεί ένα από τα «κοσμήματα» των Μουσείων του Βατικανού είναι το πιο συγκλονιστικό έργο που αποτύπωσε με σπαρακτικό, ασύλληπτα δραματικό και εντυπωσιακά ρεαλιστικό τρόπο την κορύφωση του Θείου δράματος. Ένα αριστούργημα που αναγνωρίστηκε ως τέτοιο ήδη από την εποχή του, με τον Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζιο (δηλαδή από το Καραβάτζιο-της Λομβαρδίας, στην Ιταλία) να χρησιμοποιεί το παιχνίδι του φωτός με το σκοτάδι, το «chiaroscuro» που χαρακτηρίζει το έργο του καθώς και τη γεωμετρία με την οποία δομεί το έργο του, με τρόπο αριστοτεχνικό. Το μπράτσο του νεκρού Χριστού που πέφτει με τρομακτικά «ηχηρό» τρόπο στο έδαφος η μεγάλη διαγώνιος που ξεκινάει από τα υψωμένα, σε σπαρακτικό θρήνο χέρια της Μαρίας του Κλωπά (ή του Κλέοπα) και καταλήγει στο νεκρό Ιησού, η βαριά ταφόπλακα, με την γωνία να δίνει το στίγμα της σκληρής πραγματικότητας, το στραμμένο στο θεατή πρόσωπο του Νικόδημου- Μιχαήλ Αγγέλου, ο οποίος κρατάει το σώμα του νεκρού Χριστού μαζί με τον Ιωάννη αποτελούν από τα δομικά και κεντρικά στοιχεία αυτού του έργου που έχει αναλυθεί πινελιά, την πινελιά από τους κορυφαίους ιστορικούς τέχνης προκαλώντας αίσθηση αλλά και κριτική από την εποχή που αποκαλύφθηκε στα μάτια του κοινού. Ο βασικός λόγος της όποιας αρνητικής κριτικής, που ωστόσο δεν κατάφερε να σκιάσει το αριστούργημα ήταν η «κλασική» για τον Καραβάτζιο πρακτική να χρησιμοποιεί απλούς ανθρώπους, του δρόμου, όπως ήταν και ο ίδιος, ως μοντέλα του μην επιχειρώντας να τους ωραιοποιήσει αλλά απεικονίζοντας τους με σκληρό, πολλές φορές, «φωτογραφικό» ρεαλισμό. Η επιλογή των χρωμάτων είναι εξίσου αριστοτεχνική και μελετημένη με τρόπο που να δίνει ακόμα πιο δραματικό τόνο στη σύνθεση. Το σώμα του Χριστού αλλά και η έκφραση του Νικόδημου θυμίζουν γλυπτά ενώ ο πόνος που χαράζει το πρόσωπο της Παναγίας είναι συγκλονιστικός. Το έργο φιλοτεχνήθηκε κατά παραγγελία του Τζιρολάμο Βιττρίτσε , για το αφιερωμένο στην Πιετά (εικονογραφικός τύπος της Παναγίας που κρατάει το νεκρό Χριστό) παρεκκλήσι της οικογένειας του στη Chiesa Nuova, την καινούρια εκκλησία, της Σάντα Μαρία ιν Βαλιτσέλα της Ρώμης και φιλοτεχνήθηκε μεταξύ 1602 και 1604. Είναι από τα τελευταία έργα του μεγάλου καλλιτέχνη που άσκησε τεράστια επίδραση στην τέχνη. Τo έργο βρίσκονταν στην Chiesa Nuova της Santa Maria in Vallicella της Ρώμης ως τα 1797 οπότε και επιτάχθηκε από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα μαζί με άλλα έργα και τοποθετήθηκε στο Musée Napoléon, το Μουσείο Ναπολέοντα όπως μετονομάστηκε το Λούβρο στα 1802. Επέστρεψε στη Ρώμη στα 1816 μαζί με άλλα έργα τέχνης που άρπαξε ο Ναπολέοντας , μια αποστολή στην οποία κορυφαίο ρόλο είχε ο Αντόνιο Κανόβα και τοποθετήθηκε στην Πινακοθήκη του Πάπα Πίου VII στα Μουσεία του Βατικανού (διαβάστε περισσότερα εδώ) όπου βρίσκεται ως τα σήμερα. Στην εκκλησία της Αιώνιας Πόλης για την οποία φιλοτεχνήθηκε, τοποθετήθηκε ένα αντίγραφο του έργου.

Ο ρεαλισμός του έργου είναι μοναδικός. Οι μορφές γύρω από το νεκρό Χριστό θρηνούν με κάθε τρόπο, με τις κινήσεις, τα βλέμμα, τη στάση τους που κορυφώνεται στο σπαρακτικό ξέσπασμα της Μαρίας η οποία στέφει τα χέρια και το βλέμμα στον ουρανό. Ο νεαρός Ιωάννης σκυμμένος πάνω στο Χριστό, ο συγκλονιστικός Νικόδημος με το πρόσωπο του Μιχαήλ Αγγέλου που «συνομιλεί» με το θεατή, η Μαρία Μαγδαληνή που σκουπίζει τα δάκρυα της και η Παναγία επίσης ζωγραφισμένη με αντισυμβατικό τρόπο, χωρίς την αιώνια νεότητα που χαρακτηρίζει τη μορφή της στην παραδοσιακή θρησκευτική τέχνη. Κάθε μορφή σε διαφορετική στάση, με διαφορετική έκφραση πόνου, η μια συμπληρωματική της άλλης.

«Ο θρήνος». Έργο του 1460-63 του φλαμανδού Ρόχιερ βαν ντερ Βέιντεν, που εκτίθεται στα Ουφίτσι της Φλωρεντίας

Ο αντισυμβατικός τρόπος απεικόνισης του Βιβλικού περιστατικού από τον Καραβάτζιο κορυφώνεται στο χρονικό ορόσημο που επιλέγει για το θέμα του, όχι την στιγμή της ταφής του Ιησού αλλά εκείνο της τοποθέτησης του πάνω στην πλάκα του τάφου-αναφορά ενδεχομένως στην πλάκα της Αποκαθήλωσης στο Ναό του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ- κάτι το οποίο είχε προηγούμενα στην τέχνη με πιο γνωστό τον πίνακα του φλαμανδού Ρόχιερ βαν ντερ Βέιντεν, έργο του 1460-63 που σήμερα εκτίθεται στα φημισμένα Ουφίτσι της Φλωρεντίας. Για την ιστορία το πρότυπο του εν λόγω έργου εντοπίζεται σε μια «Πιετά» του μαέστρου της πρώιμης Ιταλικής Αναγέννησης του 15ου αιώνα, του Φρα Αντζέλικο (διαβάστε περισσότερα εδώ για τον τάφο του καλλιτέχνη στη Ρώμη) έργο που σήμερα βρίσκεται στην διάσημη Πινακοθήκη Άλτε του Μονάχου.

Οι επιρροές του Καραβάτζιο είναι έντονες και αναγνωρίσιμες και από την Πιετά του Μιχαήλ Αγγέλου που βρίσκεται στο ναό του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό (διαβάστε περισσότερα εδώ). Από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία είναι η θέση των ποδιών και κυρίως το χέρι του νεκρού Χριστού αλλά και η στάση της κεφαλής της Παναγίας.

Ο νεαρός Ιωάννης σκυμμένος πάνω στο Χριστό, ο συγκλονιστικός Νικόδημος με το πρόσωπο του Μιχαήλ Αγγέλου που «συνομιλεί» με το θεατή, η Μαρία Μαγδαληνή που σκουπίζει τα δάκρυα της και η Παναγία επίσης ζωγραφισμένη με αντισυμβατικό τρόπο, χωρίς την αιώνια νεότητα που χαρακτηρίζει τη μορφή της στην παραδοσιακή θρησκευτική τέχνη.

Οι μορφές προβάλουν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας που δεν επιτρέπει να γίνει διακριτό κανένα αρχιτεκτονικό στοιχείο ή έστω τοπίο οδηγώντας το βλέμμα του θεατή να στραφεί αποκλειστικά στο δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά του. Οι αντιθέσεις φωτός –σκιάς που αποτελούν ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά του έργου του μεγάλου μαέστρου δίνουν ακόμα μεγαλύτερη δραματικότητα στη σύνθεση. Ο Καραβάτζιο αποδεικνύει τη μαεστρία του ως ο κορυφαίος του Ιταλικού μπαρόκ σπάζοντας και το φράγμα μεταξύ του θεατή και του πίνακα επιτρέποντας στον παρατηρητή να γίνει ο ίδιος μέρος του δράματος, ενώ το παιχνίδι με το βλέμμα συνεχίζεται στην κίνηση την οποία δίνει με την άριστη χρήση της γεωμετρίας καθώς ο θεατής σχεδόν βιώνει τη στιγμή που το άψυχο σώμα του Ιησού, δυνατό και γυμνασμένο, καθαρισμένο από τις πληγές, ετοιμάζεται να κατέβει στον τάφο.

Το μπράτσο του νεκρού Χριστού που πέφτει με τρομακτικά «ηχηρό» τρόπο στο έδαφος η μεγάλη διαγώνιος που ξεκινάει από τα υψωμένα, σε σπαρακτικό θρήνο χέρια της Μαρίας του Κλωπά (ή του Κλέοπα) και καταλήγει στο νεκρό Ιησού, η βαριά ταφόπλακα, με την γωνία να δίνει το στίγμα της σκληρής πραγματικότητας, το στραμμένο στο θεατή πρόσωπο του Νικόδημου- Μιχαήλ Αγγέλου, ο οποίος κρατάει το σώμα του νεκρού Χριστού μαζί με τον Ιωάννη αποτελούν από τα δομικά και κεντρικά στοιχεία αυτού του έργου.

Ο ρεαλισμός απογειώνεται και στον τρόπο με τον οποίο ο θεατής βιώνει το δράμα και από την οπτική των πρωταγωνιστών με το βάρος του σώματος του θεανθρώπου όπως προσπαθούν να το συγκρατήσουν ο Νικόδημος και ο Ιωάννης να βαραίνει την ψυχή του παρατηρητή που ζει τον πίνακα σαν να είναι ο ίδιος μέρος των όσων διαδραματίζονται μπροστά του.

Είναι αδύνατον να μην καρφωθεί το βλέμμα στην τρομακτική στάση που έχει γείρει το χέρι του νεκρού Ιησού ούτε να μην παρασυρθεί από τον πόνο βλέποντας τα δάχτυλα του Ιωάννη να κρατούν το σώμα του Χριστού φτάνοντας στο σημείο της πληγής από τη λόγχη του Ρωμαίου εκατόνταρχου. Ο Καραβάτζιο όπως σχεδόν σε όλα τα έργα του χρησιμοποιούσε ως μοντέλα ανθρώπους καθημερινούς, που συναντούσε στο δρόμο του, αποτυπώνοντας με τρόπο ρεαλιστικό όχι μόνο τη μορφή τους αλλά ακόμα και αυτά τα ταπεινά χαρακτηριστικά τους που σχεδόν προκλητικά επιδεικνύει. Οι μορφές του δεν είναι ηρωικές, εξιδανικευμένες, συχνά ούτε καν όμορφες αλλά συχνά βρώμικες, ατημέλητες, σκληραγωγημένες. Απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, που τον ενέπνευσαν και αποτέλεσαν την αφορμή να δεχτεί σκληρή κριτική κυρίως από την εκκλησία μια που δεν θεωρούνταν αυτονόητα το ιδανικό πρότυπο για τόσο σημαντικές σκηνές της Βίβλου και κυρίως των Ευαγγελίων.

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε