Η γοτθική Παναγία που θρηνεί το νεκρό Χριστό

Ένα αριστουργηματικό έργο από εκείνα με τα οποία πέφτει αργά στην Ευρώπη η αυλαία του γοτθικού ρυθμού βρίσκεται στη γλυπτοθήκη του Μουσείου Bode, ενός εκ των πέντε του λεγόμενου «νησιού των μουσείων» της Γερμανικής Μητρόπολης (διαβάστε περισσότερα εδώ). Το φιλοτεχνημένο σε ξύλο καρυδιάς άγαλμα της Παναγίας αποτελούσε τμήμα μιας από τις δημοφιλείς γλυπτικές συνθέσεις της εποχής που απεικόνιζε τη σταύρωση του Ιησού. Από τα υπόλοιπα έργα της παράστασης διασώζεται, όπως εκτιμούν οι ιστορικοί της τέχνης, μονάχα το άγαλμα του Ιωάννη το οποίο σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο της Στοκχόλμης. Το έργο χρονολογείται μεταξύ 1420 με 1430 και προέρχεται από τη νότια Ολλανδία, ενώ ο καλλιτέχνης του είναι άγνωστος. Η δύναμη ωστόσο της τέχνης του, η μαεστρία στην αποτύπωση των εκφράσεων και η δραματικότητα που μπορεί κανείς να φανταστεί ότι θα κυριαρχούσε στην ολοκληρωμένη σύνθεση δείχνουν έναν καλλιτέχνη ο οποίος άφησε το στίγμα του στην τέχνη της εποχής επηρεάζοντας μεγάλες μορφές όπως ο Niclaus Gerhaert von Leyden για τον οποίο ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά όπως και λιγοστά έργα του έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας.

Η Παναγία από τη σύνθεση του Bode θα βρίσκονταν κάτω από το σταυρό του Ιησού, όπως περιγράφουν τα Ευαγγέλια και ο πόνος κυριαρχεί στο βλέμμα και τη στάση της Παρθένου. Τα χέρια της είναι σταυρωμένα στο στήθος ενώ το βλέμμα της είναι πονεμένο και χαμηλωμένο. Είναι παρασυρμένη από το θρήνο, με το ύφασμα που τυλίγει το σώμα και τμήμα της κεφαλής να κάνει ακόμα δραματική την όλη εικόνα με τις βαθιές εσοχές που δημιουργούν έντονες σκιές και την «αλληλεπίδραση» που έχει δημιουργήσει ο καλλιτέχνης με τη στάση του σώματος.

Η δύναμη ωστόσο της τέχνης του, η μαεστρία στην αποτύπωση των εκφράσεων και η δραματικότητα που μπορεί κανείς να φανταστεί ότι θα κυριαρχούσε στην ολοκληρωμένη σύνθεση δείχνουν έναν καλλιτέχνη ο οποίος άφησε το στίγμα του στην τέχνη της εποχής επηρεάζοντας μεγάλες μορφές όπως ο Niclaus Gerhaert von Leyden για τον οποίο ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά όπως και λιγοστά έργα του έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας.

Αντίστοιχα χαρακτηριστικά έχουν αναγνωριστεί και στο γλυπτό του Ιωάννη που βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο της Στοκχόλμης στη Σουηδία γεγονός που έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι και τα δυο γλυπτά αποτελούσαν μέρος του ίδιου συμπλέγματος. Το έργο αντηχεί στο χρόνο και μέσα από τα έργα άλλων καλλιτεχνών της εποχής όπως ο Ολλανδός Nikolaus Gerhaert ή Niclaus Gerhaert von Leyden (1420 περίπου – 1473) ο οποίος εργάζονταν τόσο στο ξύλο όσο και στο λίθο αποτελώντας έναν από τους δημιουργούς που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στη γλυπτική του 15ου αιώνα στον Ευρωπαϊκό βορρά. Ο Gerhaert «από το Λέιντεν» που προσδιορίζει και την καταγωγή του από την Ολλανδική αυτή πόλη, εργάστηκε μεταξύ άλλων στη Βιέννη και το Στρασβούργο φιλοτεχνώντας κυρίως βωμούς και τάφους. Η δε πρωτεύουσα της Αλσατίας, αποτελούσε εκείνη την εποχή τη μητρόπολη της γοτθικής τέχνης στην Ευρώπη κυρίως μέσω του φημισμένου καθεδρικού της Νότρ Ντάμ του Στρασβούργου (διαβάστε περισσότερα εδώ) με τα εκπληκτικά έργα τέχνης που φιλοξενεί. Η δε επιλογή συνθέσεων σαν εκείνη στην οποία άνηκε η Παναγία ήταν συνήθης για την Ευρώπη τόσο σε ξύλο, όσο και σε μέταλλο, πηλό ή μάρμαρο με βασικό ζητούμενο τη δραματικότητα ειδικά στα δημοφιλή συμπλέγματα της Αποκαθήλωσης ή γενικά των Παθών του Χριστού. Πρωτοπόροι σε αυτό τον τομέα με έμφαση και στη λεπτομέρεια ήταν οι καλλιτέχνες κυρίως της γοτθικής γερμανικής σχολής του 14ου και 15ου αιώνα, με έργα που συνεχίζουν να αντηχούν με τη δύναμη τους, στο χρόνο αποτελώντας τους θησαυρούς πολλών Ευρωπαϊκών μουσείων.

Σχολιάστε