Η «Αποκαθήλωση του Χριστού», για τον τάφο του Τιτσιανού

Το Κύκνειο άσμα ενός από τους μαέστρους της Ιταλικής Αναγέννησης, του κορυφαίου της Βενετσιάνικης Σχολής, Τιτσιανού (Βετσέλλιο) έμελλε να είναι και εκείνο με τους περισσότερους συμβολισμούς αλλά και ο καρπός της τελευταίας του επιθυμίας που ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Να δεσπόζει του τάφου του. Και παράλληλα ένα τεράστιο αναθηματικό έργο το οποίο προόριζε ως τάμα για να σταματήσει η επιδημία της πανώλης που μάστιζε τη Βενετία και της οποίας έπεσε τελικά και ο ίδιος θύμα όπως και ο γιος του. Ο λόγος για μια Πιετά, από τις πιο δημοφιλείς παραστάσεις της Αποκαθήλωσης στην Καθολική εκκλησία, που ο καλλιτέχνης σκόπευε να «ανταλλάξει» με την παραχώρηση από τους μοναχούς της Βασιλικής της Santa Maria Gloriosa dei Frari, της άδειας να ταφεί εκεί. Το έργο θα τοποθετούνταν στο παρεκκλήσι του Ιησού το οποίο βρίσκονταν στο ναό, κάτι που ωστόσο δεν έγινε ποτέ. Οι μοναχοί δεν ήθελαν να αντικαταστήσουν τον Εσταυρωμένο που υπήρχε ήδη εκεί και θεωρούνταν θαυματουργός με αποτέλεσμα η ελαιογραφία του Τιτσιανού να παραμείνει μισοτελειωμένη στο εργαστήριο του καλλιτέχνη. Παρόλα αυτά όταν ο θάνατος κτύπησε την πόρτα του στις 27 Αυγούστου 1576 οι μοναχοί επέτρεψαν να ταφεί στο ναό της Παναγίας των Φράρι παρά την «κόντρα» τους για την Πιετά που έφτασε μέχρι τον Νούντσιο του Πάπα στη Βενετία. Η δε κηδεία του έγινε με έξοδα των αρχών της Γαληνότατης Δημοκρατίας του Αδρία. Ο πίνακας δεν ολοκληρώθηκε ποτέ από τα χέρια του μεγάλου Βενετσιάνου μαέστρου αλλά από τον Πάλμα το νεότερο ο οποίος ανέλαβε το έργο που βρίσκονταν στο σπίτι του Τιτσιανού και πρόσθεσε τη λατινική επιγραφή στο κεντρικό σκαλί της κόγχης που έχει κεντρικό ρόλο στη σύνθεση με το κείμενο να εξηγεί: «Quod Titianus inchoatum est Palma reverenter absolvit Deoq dicavit opus» δηλαδή «Αυτό που ξεκίνησε ο Τιτσιανός ολοκλήρωσε με σεβασμό ο Πάλμα και αφιέρωσε το έργο στο Θεό». Ο ίδιος πρόσθεσε στη σκηνή και το μικρό άγγελο που κρατάει τον πυρσό το φως του οποίου αποκαλύπτει το χρυσό ψηφιδωτό με τον πελεκάνο στην κόγχη. Ο πίνακας τοποθετήθηκε το 17ο αιώνα στην εκκλησία του Αγίου Αγγέλου (Sant’Angelo) της Βενετίας για να καταλήξει τελικά στα 1814 στην Βενετσιάνικη Gallerie dell’ Accademia, την Ακαδημία των Καλών Τεχνών, όπου βρίσκεται ως τα σήμερα. Ο Τιτσιανός ζωγράφισε την ταφή του Ιησού παραπέμποντας στην δική του ταφή και πρόσθεσε μια σειρά από συμβολικά στοιχεία που συνέδεαν την κορύφωση των Παθών του Χριστού με την επερχόμενη Ανάσταση και τη Θεία Ευχαριστία.

Ο ίδιος ο Τιτσιανός γονατιστός μπροστά στο νεκρό Χριστό κάνει ακόμα πιο έντονο το χαρακτήρα του ταφικού μνημείου του που ήθελε να προσδώσει στο έργο αλλά και εκείνου της ικεσίας προς το Χριστό και την Παναγία να σταματήσουν τη μάστιγα που θέριζε τους Βενετσιάνους και να προστατέψουν τον καλλιτέχνη και το γιο του Οράτιο που εικονίζεται πλάι του στην μικρή αναθηματική πλάκα στο δεξί κάτω τμήμα του έργου αποτελώντας έναν πίνακα μέσα στον πίνακα.

Ο πίνακας δεν ολοκληρώθηκε ποτέ από τα χέρια του μεγάλου Βενετσιάνου μαέστρου αλλά από τον Πάλμα το νεότερο ο οποίος ανέλαβε το έργο που βρίσκονταν στο σπίτι του Τιτσιανού και πρόσθεσε τη λατινική επιγραφή στο κεντρικό σκαλί της κόγχης που έχει κεντρικό ρόλο στη σύνθεση με το κείμενο να εξηγεί: «Quod Titianus inchoatum est Palma reverenter absolvit Deoq dicavit opus» δηλαδή «Αυτό που ξεκίνησε ο Τιτσιανός ολοκλήρωσε με σεβασμό ο Πάλμα και αφιέρωσε το έργο στο Θεό».

Ο ίδιος ο χώρος όπου τοποθετείται η σκηνή με την Παναγίας να κρατάει στα χέρια το νεκρό Χριστό έχει τη δική του σημασία. Πρόκειται για μια κόγχη η οποία «μνημονεύει» έργα στη Μάντοβα του Ιταλού ζωγράφου, μαθητή του Ραφαήλ και σημαντική μορφή του Μανιερισμού, Τζούλιο Ρομάνο η Τζούλιο Πίππι. Η λίστα των συμβολισμών που «περνάει» μέσα από το έργο του ο Τιτσιανός, είναι μακρά και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Στη κόγχη απεικονίζεται ένας πελεκάνος ο οποίος σκίζει το στήθος με το ράμφος του ώστε να ταΐσει με το ίδιο του το αίμα τα μικρά του, σύμβολο της Θείας Ευχαριστίας. Πλευρικά της κόγχης υπάρχουν δυο αγάλματα, εκείνο του Μωυσή με τη ράβδο και τις Δέκα Εντολές, στα αριστερά, ο οποίος προοιωνίζει τον Ιησού και δεξιά της Ερυθραίας Σίβυλλας η οποία προφήτευσε τα Πάθη και την Ανάσταση του Ιησού.

Τα δε ονόματα τους αναγράφονται στα βάθρα τα οποία έχουν τη μορφή λεοντοκεφαλής σύμβολο φυσικά της Βενετίας και του προστάτη της, Αγίου Μάρκου αλλά και της θεϊκής δύναμης και σοφίας. Στο εσωτερικό της κόγχης βρίσκεται καθιστή η Παναγία στον τύπο της Πιετά κρατώντας στα χέρια το νεκρό Χριστό ενώ αριστερά η Μαρία Μαγδαληνή με έναν σπαρακτικό τρόπο θρηνεί το θάνατο του Ιησού επικοινωνώντας το δράμα με το θεατή.

Ο Τιτσιανός ζωγραφίζει τον ίδιο του τον γέρικο εαυτό να γονατίζει μπροστά στην Παναγία και το νεκρό Χριστό ως ικέτης, στη θέση του Νικόδημου ή του Ιωσήφ από Αριμαθαίας. Τα έργο αναφέρεται ότι βρίσκονταν μετά το θάνατο του Τιτσιανού και τη βιαστική κηδεία του, στο σπίτι του, όπου περιγράφεται σαν πίνακας που απεικόνιζε την Μητέρα, τον Υιό και την Μαγδαληνή. Με το θάνατο και του γιου του, του Οράτιου, λίγες μέρες μετά, το έργο βρέθηκε στα χέρια του Πάλμα όπου και έμεινε μέχρι το θάνατο του στα 1628. Οι παρεμβάσεις που έκανε στον πίνακα ολοκληρώνοντας τον, φαίνεται, όπως έχουν δείξει οι στυλιστικές αναλύσεις και οι εργασίες συντήρησης ότι ήταν περιορισμένες. Σύμφωνα με τους ιστορικούς ο πίνακας βρίσκονταν στην εκκλησία Sant’ Angelo στα 1631 μια που αναφέρεται στις εκδηλώσεις ευχαριστίας προς τον Αρχάγγελο για το τέλος μιας ακόμη πανώλης που έπληξε τη Βενετία. Η εκκλησία έκλεισε από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα στα 1810 και κατεδαφίστηκε στα 1837 ευτυχώς με τον πίνακα να μεταφέρεται στα 1814 στην Ακαδημία. Αρχικά ο Τιτσιανός ήθελε να ταφεί στην εκκλησία όπου βαπτίστηκε, στο χωριό Pieve di Cadore, στο Βένετο. Όμως καθώς δεν τα πήγαινε καλά με τις τοπικές αρχές άλλαξε γνώμη και επέλεξε την εκκλησία των Φράρι όπου βρίσκονταν ήδη δυο πρώιμα έργα του, «H Ανάληψη της Παρθένου» και η «Παναγία του Πέζαρο». Η θέση που είχε επιλέξει ήταν εκείνη του παρεκκλησιού του Εσταυρωμένου, με τους μοναχούς να αρνούνται να μετακινήσουν το θαυματουργό σταυρό για να τοποθετήσουν στη θέση του την δική του Πιετά. Εξοργισμένος ο Τιτσιανός φέρεται να επέστρεψε στην αρχική του ιδέα να ταφεί στο γενέθλιο τόπο του όμως ο θάνατος τον πρόλαβε και καθώς ήταν αδύνατον μέσα στην χαοτική κατάσταση που επικρατούσε λόγω της πανώλης, να κανονιστεί η μεταφορά της σορού στο Pieve di Cadore, τάφηκε τελικά στην εκκλησία των Φράρι, την Βασιλική της Santa Maria Gloriosa dei Frari. Χρειάστηκε ωστόσο να περάσουν πολλά χρόνια, ως τα 1790 οπότε άρχισε να γεννιέται η ιδέα για ένα μνημείο αφιερωμένο στο μεγάλο καλλιτέχνη. Το σχέδιο ανατέθηκε στον Αντόνιο Κανόβα χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί λόγω της κατάλυσης της Δημοκρατίας της Βενετίας από το Ναπολέοντα και της έλλειψης πόρων.

Η ιδέα επανήλθε στα 1838 όταν επισκέφθηκε τη Βενετία ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας Φερδινάνδος Ι ο οποίος με τον τρόπο αυτό ήθελε να τιμήσει τη μνήμη του καλλιτέχνη ο οποίος είχε εργαστεί στην αυλή των προγόνων του. Το μνημείο ανατέθηκε στα αδέρφια Λουίτζι και Πιέτρο Ζαντρομενέγκι οι οποίοι εργάστηκαν αριστοτεχνικά αποκλειστικά σε μάρμαρο Καράρα από την ομώνυμη περιοχή της Τοσκάνης. Στο κέντρο του παριστάνεται ο δαφνοστεφανωμένος Τιτσιανός πλαισιωμένος από τις αλληγορικές μορφές της φύσης, του πνεύματος της γνώσης, της ζωγραφικής, της γλυπτικής, των γραφικών τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Πέντε ανάγλυφα ανακαλούν τα πιο σημαντικά θρησκευτικά έργα του καλλιτέχνη ενώ στη στέψη του μνημείου βρίσκεται το σύμβολο της Βενετίας, ο λέοντας του Αγίου Μάρκου που κρατάει το οικόσημο των Αψβούργων. Επίσης προς τιμήν του Αυτοκράτορα της Αυστρίας που δρομολόγησε τη δημιουργία του μνημείου στη βάση της σύνθεσης δυο άγγελοι κρατούν ένα δαφνοστεφανωμένο tondo με την επιγραφή «TITIANO – FERDINANDUS I – MDCCCLII»

*O Σταύρος Μουντουφάρης είναι διπλωματούχος ξεναγός και αρχαιολόγος.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση των άρθρων ή μέρους τους χωρίς την έγγραφη άδεια του συντάκτη

Σχολιάστε