Ο Λαοκόωντας του Βατικανού που σημάδεψε την τέχνη

Την Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 1506 , στον αμπελώνα του Φελίτσε ντε Φρέντις της Ρώμης, κοντά στο Domus Aurea, το «Χρυσό Σπίτι» του Νέρωνα, έρχονταν στο φως, ο Λαοκόωντας, από τα πιο θρυλικά έργα της Ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας που αποτέλεσε ένα από τα τρία πιο διάσημα που κοσμούσαν την υπαίθρια γλυπτοθήκη του Μπελβεντέρε στους κήπους του Βατικανού, δημιούργημα του Πάπα Ιούλιου ΙΙ. Και παράλληλα ένα από τα γλυπτά που άσκησαν καταλυτική επίδραση σε γενιές καλλιτεχνών, όπως ο Μιχαήλ Άγγελος. Το μνημονεύει και ο ίδιος ο Τζόρτζιο Βαζάρι ο οποίος περιγράφει το σύμπλεγμα του Λαοκόωντα, τον Απόλλωνα του Μπελβεντέρε και τον Κορμό του Μπελβεντέρε (διαβάστε περισσότερα εδώ) ως τις πιο «φημισμένες αρχαιότητες» της εποχής. Ήταν τέτοια η φήμη αυτών των έργων που καλλιτέχνες και υψηλά ιστάμενα πρόσωπα από πολλά μέρη της Ευρώπης πήγαιναν στο Βατικανό για να τα δουν ενώ χάρις σε αυτά η γλυπτοθήκη του Μπελβεντέρε απέκτησε τη φήμη της πιο διάσημης συλλογής αρχαίων γλυπτών στον κόσμο. Ενδεικτικό της φήμης του είναι το γεγονός ότι ακόμα και ο ίδιος ο Φελίτσε ντε Φρέντις, στον αμπελώνα του οποίου ανακαλύφθηκε, ζήτησε να μνημονευτεί η ανακάλυψη στο επιτάφιο επίγραμμα του στην Santa Maria in Aracoeli της Ρώμης. Υπάρχουν μάλιστα αναφορές ότι κατά την ανακάλυψη ήταν παρόντες πολλοί καλλιτέχνες ανάμεσα τους ο ίδιος ο Μιχαήλ Άγγελος και ο γλύπτης και αρχιτέκτονας Τζουλιάνο ντα Σάνγκαλο ο οποίος μάλιστα φέρεται ως εκείνος που ταύτισε τα σπαράγματα της γλυπτικής μαρμάρινης σύνθεσης με εκείνη που μας κληροδότησε στη μαρτυρία του ο Πλίνιος ο Πρεσβυτέρος (Naturalis Historia, XXXVI, 37) κάνοντας λόγο για ένα γλυπτό του 1ου μ.Χ. αιώνα στη Ρώμη το οποίο ήταν έργο τριών καλλιτεχνών από τη Ρόδο, των Αγησάνδρου, Αθηνοδώρου και Πολυδώρου, βρίσκονταν στα ανάκτορα του αυτοκράτορα Τίτου και ξεπερνούσε κάθε άλλο έργο γνωστό ζωγραφικής ή γλυπτικής. Η ανακάλυψη μιας επιγραφής στη Λίνδο της Ρόδου που μας πληροφορεί ότι ο Αγήσανδρος και ο Αθηνόδωρος βρίσκονταν στη Ρώμη το 42 μ.Χ. δίνει έναν χρονικό ορίζοντα για την κατασκευή του αγάλματος κατά την εποχή του Νέρωνα. Σύμφωνα πάντως με αρκετούς ιστορικούς πρόκειται για αντίγραφο κάποιου μπρούτζινου Ελληνιστικού συμπλέγματος ενώ υπάρχει διαφωνία και για τη χρονολόγηση του έργου.

Στο Λαοκόωντα ανήκει, όπως μας διηγείται ο Βιργίλιος και η θρυλική φράση «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες» (Quidquid id est, timeo Danaos et dona ferentes).

Μόλις έγινε γνωστή η ανακάλυψη ο λάτρης των κλασικών έργων τέχνης, Πάπας Ιούλιος ΙΙ, έσπευσε να το αγοράσει ενώ ενδεικτικό του ενδιαφέροντος που υπήρξε ήταν το γεγονός ότι από τους πρώτους που ενδιαφέρθηκαν για το γλυπτό ήταν η Ισαβέλλα των Έστε, από τις ηγετικές μορφές της Ιταλικής Αναγέννησης, η οποία κατάφερε να εξασφαλίσει δυο από τα πρώτα αντίγραφα για το περίφημο σπήλαιό της. Το γλυπτό τοποθετήθηκε στον κήπο του Μπελβεντέρε, στο Cortile delle Statue , που επί Κλήμεντα XIV στα 1772 απέκτησε την οκταγωνική του μορφή. Το αριστουργηματικό έργο βρέθηκε σπασμένο σε επτά κομμάτια αν και σε καλή κατάσταση και αναπαράγει το γνωστό μύθο του Λαοκόωντα ο οποίος τιμωρήθηκε όταν επιχείρησε να αποκαλύψει το τέχνασμα των Ελλήνων με το Δούρειο Ίππο στην Τροία ρίχνοντας ένα ακόντιο στο ξύλινο άγαλμα. Όπως αναφέρεται στην Αινειάδα, θεϊκά σταλμένα φίδια έπνιξαν τον ίδιο και τους γιους του, τον Αντίφα ή Αντιφάντη και τον Θυμβραίο. Μάλιστα στο Λαοκόωντα ανήκει, όπως μας διηγείται ο Βιργίλιος και η θρυλική φράση «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες» (Quidquid id est, timeo Danaos et dona ferentes).

Την Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 1506 , στον αμπελώνα του Φελίτσε ντε Φρέντις της Ρώμης, κοντά στο Domus Aurea, το «Χρυσό Σπίτι» του Νέρωνα, έρχονταν στο φως, ο Λαοκόωντας, από τα πιο θρυλικά έργα της Ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας που αποτέλεσε ένα από τα τρία πιο διάσημα που κοσμούσαν την υπαίθρια γλυπτοθήκη του Μπελβεντέρε στους κήπους του Βατικανού, δημιούργημα του Πάπα Ιούλιου ΙΙ.

Η αποσπασματική μορφή του έργου όταν ανακαλύφθηκε με χαμένα το δεξί χέρι του ήρωα, το δεξί του ενός παιδιού και την παλάμη του άλλου αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης πολλών καλλιτεχνών αλλά και ιστορικών με τον Μιχαήλ Άγγελο να προτείνει μια λύση που αποδείχτηκε εκ των υστέρω η ορθότερη, ότι η στάση των χαμένων χεριών ήταν προς τα πίσω πάνω από τον ώμο. Είχαν προηγηθεί οι πρώτες παρεμβάσεις συντήρησης από τον Μπάτσιο Μπαντινέλι περί τα 1520 που οδήγησαν και στο πρώτο από τα πολλά αντίγραφα του έργου η οποία βρίσκεται σήμερα στα διάσημα Uffizi της Φλωρεντίας. Για να επιλυθεί η διαμάχη ο Ποντίφικας προκήρυξε διαγωνισμό επιλέγοντας τον αγαπημένο του Βατικανού καλλιτέχνη, τον Ραφαήλ, ως κριτή. Και η εκδοχή που επικράτησε ήταν εκείνη με τα χέρια να εκτείνονται προς τα έξω σε μια κίνηση που υποδήλωνε ηρωική στάση. Ωστόσο η διαμάχη δεν είχε κλείσει τον κύκλο της. Στα 1906 ανακαλύφθηκε σε έναν κήπο της Αιώνιας Πόλης ένα σπάραγμα μαρμάρινου χεριού το οποίο είχε στυλιστικές ομοιότητες με το διάσημο σύμπλεγμα και παραδόθηκε από τον Λούντβιχ Πόλακ, αρχαιολόγο, έμπορο έργων τέχνης και διευθυντή του Μουσείου Αρχαίας Γλυπτικής Τζιοβάνι Μπαράκο, στα Μουσεία του Βατικανού (διαβάστε περισσότερα εδώ) όπου έμεινε για πάνω από μισό αιώνα. Και μόλις τη δεκαετία του 50 ήρθε ξανά στο φως επιβεβαιώνοντας την εκδοχή που είχε προτείνει ο Μιχαήλ Άγγελος οδηγώντας στην επανεξέταση της αποκατάστασης του έργου και στις αλλαγές που επέβλεψε στα 1959, ο Φίλιππο Μάτζι. Οι εργασίες είχαν σαν αποτέλεσμα να προκύψουν ακόμα περισσότερα στοιχεία για το αριστούργημα όπως το ότι η αρχική σύλληψη ήταν πιο πυραμειδοειδής η οποία διαφοροποιήθηκε από παρεμβάσεις όχι μόνο κατά την Αναγέννηση αλλά και προγενέστερα στην αρχαιότητα. Οι περιπέτειες του έργου δεν σταμάτησαν όμως στην αποκατάσταση του. Μεταξύ 27 και 28 Ιουλίου 1798 το γλυπτό ήταν μεταξύ εκείνων που μετέφερε ο Ναπολέοντας στο Παρίσι και τοποθέτησε στο σημερινό Λούβρο ασκώντας τεράστια επίδραση στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού και της Γαλλίας που ζούσε στους ρυθμούς του νεοκλασικισμού. Στο Βατικανό επέστρεψε στα 1815 μαζί με άλλα ξενιτεμένα έργα από την Ιταλία με τη φροντίδα του Αντόνιο Κανόβα και συντηρήθηκε εκ νέου. Ο δυναμισμός, η πλαστικότητα, η εκπληκτική δομή της σύνθεσης ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν γενιές καλλιτεχνών κυρίως της Αναγέννησης και του μπαρόκ με καλλιτέχνες όπως ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Τιτσιανός ακόμα και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος στη δική του ζωγραφική πια εκδοχή του μύθου. Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα που αφορούν στον Μικελάντζελο Μπουοναρότι είναι οι σκλάβοι και κυρίως ο θνήσκων ενώ αρκετά είναι τα αντίγραφα του έργου κυρίως στην παλαιότερη εκδοχή της αποκατάστασης του.

*O Σταύρος Μουντουφάρης είναι διπλωματούχος ξεναγός και αρχαιολόγος.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση των άρθρων ή μέρους τους χωρίς την έγγραφη άδεια του συντάκτη