Ο γλύπτης που μετέτρεπε το μάρμαρο σε σάρκα

Ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα γεμάτος συμβολισμούς ήταν ιδανικός για τον μαέστρο του Ιταλικού μπαρόκ, τον Τζιαν Λορέντζο Μπερνίνι ώστε να εμπνευστεί από αυτόν για ένα από τα πιο γνωστά, πιο δραματικά, και πιο όμορφα γλυπτά του. Το φιλοτέχνησε σε ηλικία μόλις 23 χρόνων μεταξύ 1621 και 1622 κατά παραγγελία του Καρδιναλίου Σκιπίωνα Μποργκέζε μεγάλου του πάτρωνα, ο οποίος ανέθεσε στον Μπερνίνι πολλά από τα έργα που επιθυμούσε να κοσμήσουν την βίλα του στη Ρώμη. Τελικά ο Καρδινάλιος ανιψιός του Πάπα Παύλου V έδωσε το γλυπτό στον Καρδινάλιο Λουντοβίζι μόλις ολοκληρώθηκε και μεταφέρθηκε στη δική του Βίλα. Στα 1908 το έργο αγοράστηκε από το Ιταλικό κράτος και επέστρεψε στη Βίλα Μποργκέζε όπου εκτίθεται μαζί με άλλα έργα του Μπερνίνι όπως το εξίσου διάσημο, επίσης νεανικό του αριστούργημα, «Απόλλων και Δάφνη» (διαβάστε περισσότερα εδώ)

H δύναμη της τέχνης του Μπερνίνι είναι εκρηκτική αποτυπωμένη στις εκφράσεις του Πλούτωνα και της Περσεφόνης, στις κινήσεις των κορμιών τους, στις απίστευτες λεπτομέρειες που σμίλεψε και στην πιο πολυμνημένη από αυτές, το αποτύπωμα που αφήνει το χέρι του Πλούτωνα πάνω στο μηρό της Περσεφόνης, που μοιάζει σαν να βυθίζεται στη μαλακιά σάρκα. Ένα στιγμιότυπο γεμάτο ζωντάνια που μαρτυρεί την αυτοβιογραφική αναφορά του Μπερνίνι ότι στα χέρια του το μάρμαρο μετατρέπονταν σε εύπλαστο υλικό, σαν κερί. Και φυσικά αυτή δεν είναι η μόνη στιγμή τελειότητας σε αυτό το αριστούργημα όπου κάθε μυς αναπαρίσταται με μια ανατομική τελειότητα πιστή σε κάθε λεπτομέρεια.

Οι αντιθέσεις, το γνωστό contrapposto, δίνουν το δικό τους τόνο στη δραματικότητα της σύνθεσης με πιο αναγνώσιμη εκείνη του χαμογελαστού προσώπου του Πλούτωνα, που δηλώνει ευτυχής για την επίτευξη του στόχου του την ώρα που στον αντίποδα η Περσεφόνη προσπαθεί να αντισταθεί και να τον αποκρούσει. Προσέξτε τις κινήσεις των χεριών της, τη δύναμη που εκπέμπουν ακόμα και οι μπούκλες των μαλλιών της , ειδικά όταν κοιτάτε το γλυπτό από την πίσω του πλευρά και τη γενειάδα του Θεού. Και αν προσέξετε το πρόσωπο της θα δείτε ακόμα και τα δάκρυα να τρέχουν από τα γεμάτα απόγνωση μάτια της Περσεφόνης. Το γλυπτό όπως και πολλά από τα έργα του Μπερνίνι έχει να διηγηθεί διαφορετικά πράγματα ανάλογα με την οπτική του θεατή οπότε φροντίστε να μην αρκεστείτε σε μια και μόνη γωνία για να το ανακαλύψετε. Μην παραλείποντας φυσικά και τον τρικέφαλο Κέρβερο που συμπληρώνει τη σύνθεση, τον τρομακτικό σκύλο- φύλακα του Άδη.

H δύναμη της τέχνης του Μπερνίνι είναι εκρηκτική αποτυπωμένη στις εκφράσεις του Πλούτωνα και της Περσεφόνης, στις κινήσεις των κορμιών τους, στις απίστευτες λεπτομέρειες που σμίλεψε και στην πιο πολυμνημένη από αυτές, το αποτύπωμα που αφήνει το χέρι του Πλούτωνα πάνω στο μηρό της Περσεφόνης, που μοιάζει σαν να βυθίζεται στη μαλακιά σάρκα. Ένα στιγμιότυπο γεμάτο ζωντάνια που μαρτυρεί την αυτοβιογραφική αναφορά του Μπερνίνι ότι στα χέρια του το μάρμαρο μετατρέπονταν σε εύπλαστο υλικό, σαν κερί.

Ο μύθος που αναπαράγει στο έργο του ο Μπερνίνι είναι σε γενικές γραμμές γνωστός. Η φημισμένη για την ομορφιά της Περσεφόνη μάζευε άνθη με τις Ωκεανιδες νύμφες, όταν την είδε ο Θεός του Κάτω Κόσμου, ο Πλούτωνας και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και παράφορα. Χωρίς να διστάσει πήρε το άρμα του που το έσερναν μαύρα άλογα και απήγαγε στον Κάτω Κόσμο την Περσεφόνη. Τα κλάματα της άκουσαν η Εκάτη και ο Ήλιος με τη Θεά Δήμητρα να αρχίσει πια να την αναζητά σε κάθε γωνιά της Γης ώσπου ανακάλυψε τι είχε συμβεί. Οργισμένη έσπερε δεινά στη Γη όντας η Θεά της γεωργίας ξεραίνοντας τα σπαρτά και προκαλώντας την παρέμβαση του Δία ο οποίος μεσολάβησε ώστε να βρεθεί μια λύση. Και αυτή ήταν να μένει το μισό χρόνο η Περσεφόνη με τον Πλούτωνα στον Κάτω Κόσμο και τον άλλο μισό μαζί της. Το γλυπτό του Μπερνίνι από μάρμαρο Καρράρα αποτυπώνει ακριβώς τη στιγμή της αρπαγής σε αυτό το αριστούργημα για το οποίο πληρώθηκε τουλάχιστον 450 Ρωμαϊκά σκούδα σε τρεις δόσεις.

To γλυπτό προκάλεσε τεράστια αίσθηση ήδη από την εποχή του απογειώνοντας τη φήμη του Μπερνίνι με τον τελευταίο από τα 11 παιδιά του καλλιτέχνη, τον Ντομένικο να το περιγράφει στη βιογραφία του πατέρα του, «Vita del Cavalier Gio. Lorenzo Bernini» στα 1713 ως ένα «εκπληκτικό κοντράστ τρυφερότητας και σκληρότητας». Φυσικά υπήρξε και ο αντίλογος κατά τον 19ο αιώνα με κάποιους να βρίσκουν το έργο ενοχλητικό λόγω της θεματικής του ωστόσο ακόμα και έτσι ακόμα και την εποχή της έντονης κριτικής το έργο δεν κατάφερε να χάσει τη χρυσόσκονη που μεταφέρει πάνω του ανά τους αιώνες. Αν η τύχη σας βγάλει ως τη Γκαλερία της Βίλα Μποργκέζε (διαβάστε περισσότερα εδώ) φροντίστε να αφιερώσετε αρκετό χρόνο για να δείτε τα αριστουργήματα που φιλοξενεί. Φροντίστε όμως να κάνετε κράτηση γιατί ο αριθμός επισκεπτών λόγω των ιδιαιτεροτήτων του χώρου είναι περιορισμένος.

Σχολιάστε