Τα πιο διάσημα αγγελάκια στην ιστορία της τέχνης

Είναι αδύνατον να μην τα έχετε δει. Δεσπόζουν σε χιλιάδες φωτογραφίες, ήταν κυρίαρχα στα πάλαι ποτέ … καρτ-ποστάλ από τη Ρώμη και σε ακόμα περισσότερες εκδοχές κάθε μορφής, από Χριστουγεννιάτικες παραστάσεις μέχρι χιουμοριστικές … εκδόσεις, γραμματόσημα, μενού εστιατορίων , μπλουζάκια και πλείστα όσα. Ναι, είναι αυτά τα δυο αγγελάκια δια χειρός Ραφαήλ που «κλέβουν» την παράσταση από το αριστούργημα του μεγάλου μαέστρου την «Παναγία με το Θείο Βρέφος, τον Άγιο Σίξτο και την Αγία Βαρβάρα» ή πιο γνωστό ως «Παναγία του Αγίου Σίξτου».

Η Sistina Madonna ή Madonna di San Sisto αποτελεί ένα από τα κορυφαία έργα του Ραφαέλο Σάντσιο ντα Ουρμπίνο, πιο γνωστού ως Ραφαήλ «μια αληθινά σπάνια και εκπληκτική δουλειά» όπως το περιέγραψε ο Τζόρτζιο Βαζάρι και φιλοτεχνήθηκε μεταξύ 1512-1514. Την παραγγελία για αυτή την ελαιογραφία έδωσε στον Ραφαήλ ο Πάπας Ιούλιος ΙΙ για την εκκλησία του Αγίου Σίστου στην Πιατσέντζα της Ιταλίας. To έργο αποτελεί ένα από τα πλέον μελετημένα και τα πιο υμνημένα στην ιστορία της τέχνης.

Υπάρχει και ένας θρύλος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον που θέλει το Ραφαήλ να έχει εμπνευστεί τα αγγελάκια από δυο παιδιά που είδε τυχαία μια μέρα να κοιτούν τα ψωμιά και τα γλυκά έξω από έναν φούρνο.

Σε αυτό ο Ραφαήλ εικονογραφεί με ένα μοναδικό τρόπο αυτή που είναι μια από τις 29 Μαντόνες τις οποίες φιλοτέχνησε δίνοντας στον πίνακα και τον χαρακτήρα ενός «βιβλίου» συναισθημάτων με ιδιαίτερη σημειολογία και βαρύνουσα θέση μέσα στο έργο. Οι θρύλοι και οι ιστορίες που συνοδεύουν το έργο και κυρίως τα αγγελάκια, τα δυο που ξεχωρίζουν στο κάτω μέρος του πίνακα μεταξύ των δεκάδων που αχνοφαίνονται σαν φόντο πίσω από τις κυρίαρχες μορφές, είναι ατελείωτοι και καθένας με τη δική του σημασία για την ιστορία αυτού του αριστουργήματος που πέρασε αρκετές περιπέτειες τις οποίες έχει να διηγηθεί στο διάβα των αιώνων ως την κατάληξη του στην πινακοθήκη των παλαιών μαέστρων, την Gemäldegalerie της Δρέσδης, στη Γερμανία. Ο Ραφαήλ εικονίζει όρθια την Παναγία πάνω στα σύννεφα περιστοιχισμένη από αγγελάκια να κρατά το μωρό Ιησού και να πλαισιώνεται από τον Άγιο ΣίστοΣίξτο) και την Αγία Βαρβάρα όπως απαιτούσε ο Ποντίφικας Ιούλιος ΙΙ ώστε το έργο να τοποθετηθεί στο Άγιο Βήμα της Βασιλικής των Βενεδικτίνων μοναχών, με τους οποίους η οικογένεια των ντε λα Ρόβερε απ΄ όπου κατάγονταν ο Πάπας, διατηρούσε στενούς δεσμούς.

Η Παναγία είναι θλιμμένη ενώ ο μικρός Ιησούς έντρομος, σχεδόν μαρμαρωμένος. Γιατί θα αναρωτηθείτε. Και οι ιστορικοί της τέχνης απαντούν: Φανταστείτε το χώρο. Ο βωμός θα είχε απέναντι του έναν εσταυρωμένο τον οποίο κοιτούν οι μορφές. Και προς αυτόν δείχνει με το χέρι του ο Άγιος Σίξτος, προς το δρόμο του μελλοντικού Γολγοθά που ανοίγεται μπροστά. Έτσι ο Ιησούς ως παιδί βλέπει τον επερχόμενο θάνατο του και η Παναγία εκείνο του γιού της.

Η παραγγελία του έργου φαίνεται ότι σχετίζονταν και με ένα σημαντικό γεγονός, ότι τον Ιούλιο του 1512 οι κάτοικοι της Πιατσέντζα αποφάσισαν να ενταχθούν στα κρατίδια που βρίσκονταν υπό την ηγεσία του Βατικανού. Υπάρχει ωστόσο η άποψη ότι αρχικά ο Πάπας ήθελε τον πίνακα να κοσμήσει τον τάφο του με την επιλογή του Αγίου Σίξτου να υποδηλώνει το ρόλο του ως προστάτης της οικογένειας Della Rovere. Ο Ραφαήλ ικανοποιώντας τον Πάπα εικονογραφεί την Παναγία ως όραμα μπροστά στα μάτια των δυο Αγίων. Ο Σίστος Σίξτος) ένας σημαντικός Άγιος που γεννήθηκε τον 3ου αιώνα στην Αθήνα (και μάλιστα τιμάται και από τον Ορθόδοξη εκκλησία ως Άγιος Ξύστος) γονατίζει μπροστά στην Παναγία δείχνοντας με το χέρι έξω από τον πίνακα, με την τιάρα του, όντας και ο ίδιος Πάπας πίσω του, ενώ στα δεξιά η Αγία Βαρβάρα που επίσης μαρτύρησε την ίδια εποχή, γονατιστή και αυτή, να κοιτάζει προς τα κάτω, τη γη, τα δρώμενα που θα τελούνταν κατά τη Θεία λειτουργία στο ιερό βήμα πάνω από το οποίο ο πίνακας θα κρέμονταν. Και οι δυο αυτοί Άγιοι τιμούνταν στο Καθολικό του μοναστηριού των Βενεδικτίνων στην Πιατσέντζα όπου βρίσκονταν και τμήματα των λειψάνων τους. Η σκηνή διαδραματίζεται στα ουράνια με τον θεατή να καλείται να συμμετέχει καθώς ανοίγει η βαριά σκουροπράσινη κουρτίνα που λειτουργεί σαν πλαίσιο στον πίνακα δίνοντας το στίγμα της σημασίας της σκηνής που εκτυλίσσεται σαν ένα στιγμιότυπο αποτυπωμένο στο χρόνο που θα διαρκέσει όσο η αυλαία παραμένει ανοικτή επιτρέποντας στον παρατηρητή αυτή τη φευγαλέα ματιά στα ουράνια. Σύμφωνα μάλιστα με έναν θρύλο του 18ου αιώνα πρόκειται για την απεικόνιση ενός οράματος που είχε ο ίδιος ο Ραφαήλ. Η ύπαρξη της κουρτίνας φαίνεται ότι αποτελεί ανάμνηση του Ραφαήλ από τη χρήση της σε ανάγλυφα ή γλυπτά συμπλέγματα που τοποθετούνταν κυρίως σε τάφους.

Τα δυο αγγελάκια με τη χαριτωμένη παιδική τους αθωότητα αποτελούν την φωτεινή, παιχνιδιάρικη πινελιά του Ραφαήλ, εξαίρεση στο σοβαρό και μετρημένο πίνακα εξηγώντας το γιατί κέρδισαν από την πρώτη στιγμή τις εντυπώσεις και μετατράπηκαν σε μια πανίσχυρη εικόνα ειδικά τον 20ο αιώνα οπότε κατέκτησαν τον κόσμο με μύριους όσους ρόλους στο χώρο του μάρκετινγκ.

Οι φιγούρες σε απόλυτη αρμονία μεταξύ τους τόσο χρωματική όσο και στυλιστική εκφράζουν η κάθε μια διαφορετικά συναισθήματα.

Η Παναγία είναι θλιμμένη ενώ ο μικρός Ιησούς έντρομος, σχεδόν μαρμαρωμένος. Γιατί θα αναρωτηθείτε. Και οι ιστορικοί της τέχνης απαντούν: Φανταστείτε το χώρο. Ο βωμός θα είχε απέναντι του έναν εσταυρωμένο τον οποίο κοιτούν οι μορφές. Και προς αυτόν δείχνει με το χέρι του ο Άγιος Σίξτος, προς το δρόμο του μελλοντικού Γολγοθά που ανοίγεται μπροστά. Έτσι ο Ιησούς ως παιδί βλέπει τον επερχόμενο θάνατο του και η Παναγία εκείνο του γιού της.

Ο Άγιος Σίξτος είναι σεβάσμιος και μετρημένος στην έκφραση του, ταπεινός όπως και η Αγία Βαρβάρα, η μόνη που είναι γαλήνια κοιτώντας προς τη γη. Ίσως μάλιστα και προς τα δυο χαριτωμένα αγγελάκια με τη μοναδική εκφραστικότητα τους. Εκείνα που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία στο μοναδικό αυτό πίνακα. Στοχαστικά και τα δύο με έναν ξεχωριστό τρόπο το καθένα κοιτάζουν τα δρώμενα στη σκηνή πάνω τους και δείχνουν σαν να … βαριούνται. Ίσως ακόμα και την ίδια τη θέση τους στην παραδοσιακή εικονογραφία ως «δεύτεροι ρόλοι» εν θλίψει στη σταύρωση και χαριτωμένοι στη γέννηση. Τα δυο αγγελάκια με τη χαριτωμένη παιδική τους αθωότητα αποτελούν την φωτεινή, παιχνιδιάρικη πινελιά του Ραφαήλ, εξαίρεση στο σοβαρό και μετρημένο πίνακα εξηγώντας το γιατί κέρδισαν από την πρώτη στιγμή τις εντυπώσεις και μετατράπηκαν σε μια πανίσχυρη εικόνα ειδικά τον 20ο αιώνα οπότε κατέκτησαν τον κόσμο με μύριους όσους ρόλους στο χώρο του μάρκετινγκ. Παραπέμπουν δε περισσότερο σε άτακτους ερωτιδείς της Ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας (εξαιρετικά δημοφιλείς ωστόσο σε κάθε εποχή και κυρίως την Αναγέννηση) παρά σε Χριστιανικούς αγγέλους. Το εξαιρετικό στοιχείο είναι ωστόσο ότι παρά τη διαφορετικότητα τους σε σχέση με την υπόλοιπη σύνθεση δεν μοιάζουν παράταιροι αλλά προσθέτουν ακόμα περισσότερη χρυσόσκονη στο μοναδικό αυτό έργο. Υπάρχει μάλιστα και ένας θρύλος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον που θέλει το Ραφαήλ να έχει εμπνευστεί τα αγγελάκια από δυο παιδιά που είδε τυχαία μια μέρα να κοιτούν τα ψωμιά και τα γλυκά έξω από έναν φούρνο.

Λέγεται ότι ο Αύγουστος ΙΙΙ, Μέγας Εκλέκτορας της Σαξονίας , ο οποίος και αγόρασε το έργο, ζήτησε να μετακινηθεί ο θρόνος του σε θέση που ο ίδιος να μπορεί να βλέπει απέναντι του την Μαντόνα του Ραφαήλ.

Μεταξύ των θρύλων που υπάρχουν για τον πίνακα κυρίαρχη θέση έχει και εκείνος που σχετίζεται με τη γυναίκα η οποία αποτέλεσε το μοντέλο του Ραφαήλ για την Madonna. Σύμφωνα με αυτόν επρόκειτο για την Μαργκερίτα Λούτι, την κόρη ενός φούρναρη (ίσως του ίδιου που είχε το κατάστημα έξω από το οποίο βρίσκονταν τα μοντέλα των μετέπειτα διάσημων αγγέλων) ονόματι Φραντσέσκο. Για πολλούς η γυναίκα αυτή δεν ήταν άλλη από τη Μαργαρίτα, γνωστή ως La Fornarina, που ήταν για τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του Ραφαήλ, η ερωμένη του. Ο δε Άγιος Σίξτος για ορισμένους ιστορικούς της τέχνης έχει τα χαρακτηριστικά του ίδιου του Πάπα που παρήγγειλε το έργο, του Ιουλίου ΙΙ. Και φυσικά αυτός δεν είναι ο μόνος θρύλος ή ιστορία που σχετίζεται με αυτό το αριστούργημα. Σύμφωνα με έναν από αυτούς όταν ο Αντόνιο ντα Κορέτζιο πρωτοείδε το έργο δάκρυσε αναφωνώντας «είμαι και εγώ ζωγράφος». Όταν ο πίνακας μεταφέρθηκε στη Δρέσδη στα 1754 άσκησε τεράστια επίδραση στον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας με τη φήμη του να διαρκεί ως τις μέρες μας. Λέγεται μάλιστα ότι ο Αύγουστος ΙΙΙ, Μέγας Εκλέκτορας της Σαξονίας , ο οποίος και αγόρασε το έργο, ζήτησε να μετακινηθεί ο θρόνος του σε θέση που ο ίδιος να μπορεί να βλέπει απέναντι του την Μαντόνα του Ραφαήλ. Η δύναμη του πίνακα ήταν τέτοια που αποτέλεσε το εμβληματικό έργο για τους Γερμανούς ρομαντικούς του 19ου αιώνα ενώ στην γοητεία του δεν μπόρεσαν παρά να … υποταχθούν μεγάλες μορφές όπως ο Γκαίτε, ο Βάγκνερ και ο Νίτσε. Ένας από τους θρύλους αναφέρει ότι κατά την τελευταία από τις γερμανικές επαναστάσεις του 1848-1849, εκείνη της Δρέσδης, που ξέσπασε λόγω της άρνησης του ηγεμόνα της Σαξονίας, Φρειδερίκου Αυγούστου, να δεχθεί το νέο σύνταγμα, στο τραπέζι των επαναστατών έπεσε η ιδέα να αποκαθηλωθεί από την Gemäldegalerie η Sistina Madonna του Ραφαήλ και να τοποθετηθεί σαν ασπίδα στα οδοφράγματα με το σκεπτικό ότι οι Πρώσοι ήταν αρκετά πολιτισμένοι ώστε να μην τολμήσουν να στρέψουν τα πυρά τους σε ένα τέτοιο αριστούργημα. Κάτι που δεν έγινε φυσικά ποτέ. Το έργο επιβίωσε του τρομακτικού συμμαχικού βομβαρδισμού της Δρέσδης κατά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο που ισοπέδωσε την πόλη και μεταφέρθηκε μαζί με άλλα έργα σε ένα τούνελ στην Ελβετία όπου τον βρήκε ο Κόκκινος Στρατός και το μετέφερε στο Μουσείο Πούσκιν της Μόσχας όπου και έμεινε για μια δεκαετία πριν επιστρέψει στη Δρέσδη, όπου βρίσκεται ως τα σήμερα.

*O Σταύρος Μουντουφάρης είναι διπλωματούχος ξεναγός και αρχαιολόγος.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση των άρθρων ή μέρους τους χωρίς την έγγραφη άδεια του συντάκτη

Σχολιάστε